λογιοτατίζω

λογιοτατίζω
λογιοτάτισα, παριστάνω το λόγιο, τον καλλιεργημένο: Αρκετοί δημοσιογράφοι λογιοτατίζουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λογιοτατίζω — [λογιότατος] 1. θέλω να φαίνομαι λογιότατος, υποκρίνομαι ή παριστάνω τον λογιότατο 2. είμαι σχολαστικός, όπως οι λογιότατοι, είμαι οπαδός τού λογιοτατισμού …   Dictionary of Greek

  • λογιοτατισμός — και λογιωτατισμός, ο η τάση ορισμένων λογίων, κυρίως σε παλιότερες εποχές, να χρησιμοποιούν αρχαιοπρεπή γλώσσα, αρχαίες λέξεις, φράσεις, συντάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιοτατίζω. Η λ., στον λόγιο τ. λογιωτατισμός, μαρτυρείται από το 1865 στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”